- Ντράγερ, Καρλ Τέοντορ
- (Carl TheodorDreyer, Κοπεγχάγη 1889 – 1968). Δανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ξεκίνησε ως δημοσιογράφος κι έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να πλησιάσει τους κινηματογραφικούς κύκλους της Δανίας περίπου το 1912 και να συνεργαστεί στα σενάρια των ταινιών του Ράσμους Ότεσεν και του Ρόμπερτ Ντίνεσεν. Η πρώτη του σκηνοθετική εργασία, το 1919, ήταν η ταινία Ο πρόεδρος - ακριβώς την εποχή της κατάπτωσης του δανικού κινηματογράφου. Από το 1920 έως το 1925 ο Ν. σκηνοθέτησε επτά ταινίες, από τις οποίες δύο στη Γερμανία και δύο στη Νορβηγία. Στις ταινίες του αυτές χειρίστηκε διάφορα θέματα, αντλώντας την έμπνευση του πότε από τον Ντέιβιντ Ουόρκ Γκρίφιθ: Σελίδες από το Ημερολόγιο του Σατανά (1920)· πότε από τον Βίκτορ Σιέστρεμ: Η χήρα του πάστορα (1921)· πότε από το γερμανικό Kammerspiel: Μιχαήλ (1924). Για τις πρώτες ταινίες του –κυρίως τη Χήρα του Πάστορα, όπου ο σκηνοθέτης έδειχνε πως είχε μια απροσδόκητη σατιρική φλέβα– η κριτική έχει διατηρήσει μέχρι σήμερα την ευνοϊκή της γνώμη. Οι προτιμήσεις όμως του Ν. έκλιναν αντίθετα στο Μιχαήλ, πρόδρομο της αυστηρότητας και της καθαρότητας ύφους των τελευταίων του έργων, ενώ το μεγάλο κοινό ενθουσιάστηκε με τον Άγγελο της οικογενειακής εστίας (1925), μια διεισδυτική ανάλυση χαρακτήρων από μια δημοφιλέστατη κωμωδία του Σβεν Ρίντομ, που άνοιξε στον σκηνοθέτη τον δρόμο για τη Γαλλία. Στο Παρίσι έκαναν στον Ν. την πρόταση να γυρίσει μια ταινία ιστορικού περιεχομένου, αφήνοντάς τον να διαλέξει ανάμεσα στην Αικατερίνη των Μεδίκων, στη Μαρία Αντουανέττα και στην Ιωάννα της Λορένης. Εκείνος - φυσικό αποτέλεσμα της κλίσης που ανέκαθεν ένιωθε για τον μυστικισμό - προτίμησε την Παρθένα της Ορλεάνης. Προς μεγάλη κατάπληξη όμως των πάντων, δεν γύρισε μια ιστορική ταινία με την παραδοσιακή έννοια της λέξης, αλλά μια μακρόσυρτη, εξαιρετική διαδοχή πρώτων πλάνων, στα οποία το κοινό μπόρεσε να ξαναζήσει τις πιο δραματικές στιγμές της δίκης έως το τελικό ολοκαύτωμα της αγίας. Ταινία εκτός τόπου και χρόνου όσο λίγες, Τα πάθη της Zav ντ’Αρκ (1928) δίκαια θεωρείται το αποκορύφωμα της κινηματογραφικής τέχνης. Η πρώτη ομιλούσα ταινία του Ν. υπήρξε το Βαμπίρ ή Η Παράξενη περιπέτεια του Ντέιβιντ Γκρέι (1931), που γυρίστηκε χάρη στη βοήθεια ενός Μαικήνα. Ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε ελεύθερα από τη συλλογή φανταστικών διηγημάτων του Ιρλανδού συγγραφέα Σέρινταν Λε Φανού και προσπάθησε να εξευγενίσει, χωρίς άλλωστε να πετύχει απόλυτα τον στόχο του, το είδος των ταινιών τρόμου και φρίκης, με μεθόδους που ανήκουν καθαρά στην πρωτοπορία. Πολύ ανώτερη εκφραστική ποιότητα προσέφερε δέκα χρόνια αργότερα με το Ημέρες Οργής (1943), σκοτεινή ιστορία γεμάτη θρησκευτικό φανατισμό και μάγισσες –γυρισμένη στη Δανία κατά τη γερμανική κατοχή– στην οποία ο Ν. κατόρθωσε να πετύχει έναν συγκερασμό όλων των προηγούμενων εμπειριών του. Ύστερα από ένα αποτυχημένο πείραμα ταινίας περιορισμένης σε δύο μόνο πρόσωπα, τα Δύο όντα (1944) που γύρισε στη Στοκχόλμη, σκηνοθέτησε το 1955 την ταινία Ο λόγος, που τιμήθηκε τον ίδιο χρόνο με το ανώτατο βραβείο στη Διεθνή Έκθεση Κινηματογραφικής Τέχνης της Βενετίας και το 1964 το Γερτρούδη, το τελευταίο του έργο. Στα διαλείμματα ανάμεσα στις ταινίες του μεγάλου μήκους, ο Ν. γύρισε και μερικές ενδιαφέρουσες ταινίες μικρού μήκους καθώς και ντοκιμαντέρ. Προσωπικότητα μοναχική και ιδιόμορφη, ο N. χάρη στο ασύγκριτο ύφος του, αναγνωρίστηκε διεθνώς ως ένας από τους μέγιστους δημιουργούς ταινιών αν και, επειδή στα θέματά του δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο, συχνά η κριτική δέχτηκε τα έργα του με επιφύλαξη.
Εικόνα από την ταινία «Τα πάθη της Ζαν ντ’ Άρκ», που σκηνοθέτησε ο Κάρλ Ντρλαγερ (1928).
Dictionary of Greek. 2013.